- σφάκηλος
- σφάκηλος,A v. σφάκελος 3. [full] ς (φ) άκια· τῆς ἀμπέλου τὰ κλήματα, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφάκηλος — ὁ, Α βλ. σφάκελος (II) … Dictionary of Greek
σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… … Dictionary of Greek